-
1 заключительный
επ.τελικός•-ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•
-ое заседание τελευταία συνεδρίαση•
заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•
-ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•
-ая часть επίλογος•
заключительный акт τελική πράξη.
-
2 протокол
το πρακτικ/ό, το πρωτόκολλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > протокол